- ἄνοδα
- ἄνοδος 1having no wayneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανόδους — (anodus). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των σταφυλινιδών. Ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 2 εκ. * * * ουν (Α ἀνόδους) ο δίχως δόντια, ο φαφούτης νεοελλ. Βοτ. βλ. ανόδα … Dictionary of Greek